αὐλωτός

Revision as of 20:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ή, όν,

   A furnished with pipes, φιμοί A.Fr.326.    II pipe-shaped, Ath.Mech.24.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αὐλούς , «αὐλωτοὶ φιμοί· οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο» Ἡσύχ.· - «ἐκαλοῦντο δέ τινες καὶ αὐλωτοὶ φιμοὶ διὰ τὸ κώδωνας ἔχειν προσηρτημένους, οἷς ἐγχρεμετίζοντες οἱ ἵπποι ἦχον ἐποίουν προσόμοιον αὐλῷ» Πολυδ. Ι΄, 56· - ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341· πρβλ. Θήβ. 463, ἴδε δὲ καὶ τὴν λέξιν κώδων.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 con adornos tubulares φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos A.Fr.465, cf. Poll.10.56, Hsch.
2 mec. en forma de tubo σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.

Greek Monolingual

αὐλωτός, -ή, -όν) αυλός
αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού.