μελισσουργέω

Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

Att. μελιττ-,

   A to be a bee-master, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.

German (Pape)

[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.