τριταρτημόριον

Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A three quarters of an obol, Poll.9.65.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐταρτημόριον: τό, = τρία τεταρτημόρια, «οἱ δ’ ἓξ (χαλκοῖ) τριτημόριον, ὅτι τὰ τρία μέρη ἐστὶ τοῦ ὀβολοῦ· οἱ δὲ καὶ τριταρτημόριον αὐτοὺς ὠνόμαζον ὡς τρία τεταρτημόρια ἔχοντας» Πολυδ. Θ΄, 65.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τμήμα που αποτελεί τα τρία τέταρτα του συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + τεταρτημόριον με απλολογία].