ὀλιγόφρων

Revision as of 21:26, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, φρον, τό, gen. ονος,

   A of small understanding, Ph.2.70, al., Plu.2.504b, Poll.4.14. Adv. -όνως ib.15.

German (Pape)

[Seite 322] mit wenigem Verstande, Plut. de garrul. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόφρων: ὁ, ἡ, -φρον, τό, ὁ ὀλίγας ἔχων φρένας, ὁ μικρὸς τὸν νοῦν, Πλούτ. 2. 504A, Πολυδ. Δ΄, 14. Ἐπίρρ. -όνως, ὁ αὐτ. Δ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
peu intelligent.
Étymologie: ὀλίγος, φρήν.

Greek Monolingual

ὀλιγόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο μυαλό, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μετριό-φρων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγόφρων: 2, gen. ονος неразумный, неумный Plut.