ὕφανσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A weaving, Gal. Thras.27, Poll.7.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφανσις: -εως, ἡ, τὸ ὑφαίνειν, Κλήμης Ἀλεξ. 237, Πολυδ. Ζ΄, 33.
εως, ἡ,
A weaving, Gal. Thras.27, Poll.7.33.
ὕφανσις: -εως, ἡ, τὸ ὑφαίνειν, Κλήμης Ἀλεξ. 237, Πολυδ. Ζ΄, 33.