Κορυβαντίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, pecul. fem of Κορύβας, Nonn.D.2.695.
Greek (Liddell-Scott)
Κορῠβαντίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Κορύβας, Νόνν. Δ. 2. 695.
Greek Monolingual
Κορυβαντίς, -ίδος, ἡ (Α)
θηλ. του Κορύβας.
ίδος, ἡ, pecul. fem of Κορύβας, Nonn.D.2.695.
Κορῠβαντίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ Κορύβας, Νόνν. Δ. 2. 695.
Κορυβαντίς, -ίδος, ἡ (Α)
θηλ. του Κορύβας.