ίδος, ἡ,
A = Τυρσηνίς (q. v.), [[[νῆες]]] Thphr.HP5.8.3.
ίδοςadj. f;c. Τυρρηνικός.
και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, ἡ, Αβλ. Τυρρηνός.
Τυρρηνίς: ион. и староатт. Τυρσηνίς, ίδος adj. f тирренская (Σκύλλη Eur.).