[ᾰ], α, ον, Aeol. for ῥαδινός, Sapph.90,104.
βράδινος, -α, -ον (αιολ. τ.) (Α)ραδινός.[ΕΤΥΜΟΛ. βράδινος < Fράδινος (βλ. ραδινός)].
βράδινος Aeol. voor ῥαδινός.