γαμόρος
English (LSJ)
ὁ, Dor. for γημόρος (q.v.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γᾱμόρος: Δωρ. ἀντὶ γημόρος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. γεωμόρος.
Spanish (DGE)
v. γεωμόρος.
Greek Monolingual
ο
βλ. γεωμόρος.
Greek Monotonic
γᾱμόρος: ὁ, Δωρ. αντί γημόρος.
Russian (Dvoretsky)
γᾱμόρος: дор. = γεωμόρος.