ἐγκέφαλον ἢ κεφαλή, Id. γάβενα· ὀξυβάφια ἤτοι τρύβλια, Id. γαβεργόρ (= γᾱϝεργός),
A labourer (Lacon.), Id.
ἐγκέφαλον ἢ κεφαλήν Hsch.; cf. κεφαλή.