δέσμαι, Hsch.
δεσμαί Hsch.• Etimología: De *d°rk-, cf. δράσσομαι < *dr°ki̯-.
See also: S. δράσσομαι.
δάρκες: {dárkes}Meaning: δέσμαι H.See also: S. δράσσομαι.Page 1,350