διαφρίσσω

Revision as of 22:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd. for φρίσσω, Poll.1.107.

German (Pape)

[Seite 612] durchschauern, Poll. 1, 107.

Greek (Liddell-Scott)

διαφρίσσω: ἐπιτεταμ. φρίσσω, Πολυδ. Α’, 107.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 erizar, encrespar, rizar τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος Poll.1.107.
2 en perf. estar asustado por τοὺς ... νόμους διαπεφρικότες Cyr.Al.Mt.182.17.

Greek Monolingual

διαφρίσσω και -ττω (Α)
ανατριχιάζω.