διασαλακωνίζω

Revision as of 22:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd. for σαλακωνίζω, Ar.V.1169; but perh. better διασαικωνίζω, cf. Id.Fr.849.

German (Pape)

[Seite 601] = σαλακωνίζω; Ar. Vesp. 1169; vgl. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

διασᾰλᾰκωνίζω: ἐπιτεταμ. σαλακωνίζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1169.

Spanish (DGE)

(διασᾰλᾰκωνίζω) caminar contoneándose Ar.V.1169, Hsch.

Greek Monotonic

διασᾰλᾰκωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί σαλακωνεύω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διασᾰλᾰκωνίζω: v. l. δια-σαικωνίζω идти вихляющей походкой Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διασαλακωνίζω [διά, σαλάκων: opschepper] rondparaderen.

Middle Liddell

fut. σω strengthd. for σαλακωνεύω Ar.