εἱλικτός
English (LSJ)
ή, όν, (εἱλίσσω) poet. and Ion. for ἑλικτός, f.l. E.Ion 40; of flames,
A enveloping, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἱλικτός: -ή, -όν, (εἱλίσσω) ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἑλικτός, ἐσφαλμ. γραφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 40.
Greek Monolingual
εἱλικτός, -ή, -όν (Α)
βλ. ελικτός.
Russian (Dvoretsky)
εἱλικτός: Eur. = ἑλικτός.