μεμορυχμένα

Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».