μολυβδῖτις

Revision as of 09:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, ἄμμος a kind of sand from which λιθάργυρος is obtained, Dsc.5.87, Plin.HN33.106.

German (Pape)

[Seite 200] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, λιθάργυρος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδῖτις: -ιδος, ἡ, Διοσκ. 5. 102, Πλίν. 33. 35.

Greek Monolingual

μολυβδῑτις, -ίτιδος), η μόλυβδος
«μολυβδῑτις» (ενν. άμμος)
είδος άμμου από την οποία λαμβάνεται ο λιθάργυρος.