ἡ, Ion. for μήτρα.
[Seite 179] ἡ, ion. = μήτρα.
μήτρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ μήτρα.
μήτρη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. μήτρα.
μήτρη: ἡ, Ιων. αντί μήτρα.
μήτρη: ἡ ион. = μήτρα.