τό,
A dry dock, in pl., App.BC5.100, Hsch.s.v. νεῶνας (νεόλκια cod.).
νεώλκιον: τό, τόπος εἰς ὃν ἀνέλκεται πλοῖον ἐκ τῆς θαλάσσης, Ἡσύχ.