μύρρινος

Revision as of 09:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον, Att. for μύρσινος.

Greek (Liddell-Scott)

μύρρῐνος: -η, -ον, μεταγεν. Ἀττ. ἀντὶ μύρσινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μύρσινη.

Greek Monolingual

μύρρινος, -ίνη, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. μύρσινος.