Dor. poet. dat. of ναῦς.
νᾱΐ: Δωρ. ποιητ. δοτ. τοῦ ναῦς, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ.
dor. c. νηΐ, dat. sg. de ναῦς.
νᾱΐ: Δωρ. ποιητ. δοτ. του ναῦς.
νᾱΐ: дор. (= νηΐ) dat. sing. к ναῦς.