ορος, ὁ, poet. for πελεκητής, Man.4.324.
[Seite 550] ορος, ὁ, poet. statt πελεκητής, Maneth. 4, 324.
πελεκήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ πελεκητής, Μανέθων 4. 324.
-ορος, ὁ, Αποιητ. τ. του πελεκητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].