πηλός, Hsch.
πάλκος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)].