πλάξιππος

Revision as of 12:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.

English (Slater)

πλάξιππος, -ον
   1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.

Greek Monotonic

πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος.

Russian (Dvoretsky)

πλάξιππος: дор. = πλήξιππος.