Ion. for πορθμεῖον.
[Seite 683] τό, ion. = πορθμεῖον, Her.
ion. c. πορθμεῖον.
τὸ, Αιων. τ. βλ. πορθμείο.
πορθμήϊον: Ιων. αντί πορθμεῖον.
πορθμήϊον: τό ион. = πορθμεῖον.
πορθμήϊον, τό, Ion. voor πορθμεῖον.