ἡ, Lacon. for θοίνη, Alcm.22.
φοίνᾱ: ἡ, Λακ. ἀντὶ θοίνη, ὡς φὴρ ἀντὶ θήρ, Ἀλκμάν 11.
ἡ, Α(ως λακων. τ. της λ. θοίνη) συμπόσιο, ευωχία.