φορβαία

Revision as of 13:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, late form of φορβειά, LXXJb.40.20(25), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φορβαία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φορβεία, Ἑβδ. (Ἰὼβ Μϳ, 20). Καθ’ Ἡσύχ. : «φορβαίαν· περιστόμιον, καπίστριον».