φόρτιμος

Revision as of 13:00, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

η, ον,

   A = φορτικός 1, πλοῖον Sch.Ar.Av.599.

Greek (Liddell-Scott)

φόρτιμος: -η, -ον, = φορτικὸς Ι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 599.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
φορτικός, αυτός που χρησιμοποιείται για μεταφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].