χρυσοραγές

Revision as of 13:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

χρυσοβαφές, Hsch. (cf. ῥέζω (B), ῥογεύς).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ραγές, ουδ. του -ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- της ρίζας του ρ. ῥέζω «βάφω»)].