ψελλότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A imperfect pronunciation, distd. fr. τραυλότης by Arist.Pr.902b24; ψ. γλώσσης ἰδία νόσος Plu.2.963c.
German (Pape)
[Seite 1393] ητος, ἡ, das Stammeln, Stottern, Anstoßen beim Sprechen, Lispeln, der Naturfehler des ψελλός, Arist. probl. 11, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλότης: -ητος, ἡ, ἀτελὴς ἢ ἐλλιπὴς προφορά· διακρίνεται τοῦ τραυλότης ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 11. 30· ψ. γλώσσης πλούτ. 2. 963C.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
défaut de celui qui prononce mal certains sons.
Étymologie: ψελλός.
Russian (Dvoretsky)
ψελλότης: ητος ἡ расстройство речи, невнятное произношение, косноязычие (ψ. γλώσσης Plut.): ἡ ψ. τῷ ἐξαίρειν τι, ἢ γράμμα, ἢ συλλαβήν Arst. косноязычие (состоит) в пропуске чего-л., буквы или слога.