Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁ, collat. form of γωρυτός, Hsch. s.h.v.
χωρυτός: ὁ, τύπος ἰσοδύναμος τῷ γωρυτὸς, κατὰ τὸν Ἡσύχ., ἔνθα «γωρυτός τοξοθήκη. θύλακος. οἱ δὲ χωρυτός».
ὁ, Αθήκη τόξου.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του γωρυτός].