v. sub ἀλιτηρός.
[Seite 109] Herm. Conj. für ἀλιτηρός Soph. O. C. 372.
ἀλοιτηρός: ἴδε ἐν λ. ἀλιτηρός.
ἀλοιτηρός, -ά, -όν (Α) ἀλοίτηςο αλιτηρός.