βέρεδος
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A veredus, post-horse, Procop.Pers.2.20:—hence βερεδάριος, ὁ, Id.Aed.5.3:—also written βερηδάριος, τί ἐστί ναύτης; θαλάσσης β. Secund.Sent.18.
ὁ, = Lat.
A veredus, post-horse, Procop.Pers.2.20:—hence βερεδάριος, ὁ, Id.Aed.5.3:—also written βερηδάριος, τί ἐστί ναύτης; θαλάσσης β. Secund.Sent.18.