άδος, ἡ, late form of ἀχράς (q.v.), Sch. Theoc.1.134.
ἀχλάς: -άδος, ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀχρὰς (ὅ ἴδε), Σχόλ. εἰς Θεόκρ.: ἐντεῦθεν ἀχλαδηφορέω, φέρω ἀχράδας, ἀχλάδια, Βυζ.
v. ἀχράς.
ἀχλάς, η (Μ)βλ. αχράς.