ἐκτέατο

Revision as of 15:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.

Spanish (DGE)

v. κτάομαι.

Greek Monotonic

ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.