ἐντέταμαι
English (LSJ)
ἐντεταμένος, pf. Pass. from ἐντείνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντέταμαι: ἐντεταμένος, παθ. πρκμ. τοῦ ἐντείνω: ἐντεῦθεν, ἐντετᾰμένως, ἐπίρρ., μετ’ ἐντάσεως, ἐντόνως, ἰσχυρῶς, παραδεξάμενος... παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον προσεῖχε ἐντεταμένως Ἡρόδ. 1. 18., 4. 14, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἐντέτᾰμαι: Παθ. παρακ. του ἐντείνω.