ον, Ion. for ἐπιβόητος.
[Seite 931] ion. = ἐπιβόητος.
ἐπίβωτος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐπιβόητος.
ἐπίβωτος, -ον (Α)επιβόητος.
ἐπίβωτος: -ον, Ιων. αντί ἐπιβόητος.
ἐπίβωτος: ион. = ἐπιβόητος.
ἐπίβωτος, ον [ionic for ἐπιβόητος.]