βία
English (LSJ)
Ion. βίη [ῐ], ἡ: Ep. dat.
A βίηφι Od.6.6:—bodily strength, force, Hom., etc.; χειρῶν βία B. 10.91:—in Hom., periphr. of strong men, βίη Ἡρακληείη Il.2.658, where the part. masc. πέρσας follows, cf. 11.690; βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, 4.386, Od.11.290, etc.; βίη Διομήδεος Il.5.781; also ἲς . . βίης Ἠρακληείης Hes.Th.332: so in Lyr. and Trag., Πέλοπος βία B.5.181; Τυδέως βία, Πολυνείκους β., A.Th. 571,577; φίλτατ' Αἰγίσθου β. Id.Ch.893; θήρειος β., = Κένταυροι, S. Tr.1059. 2 personified, Κράτος Βία τε A.Pr.12. 3 of the mind, οὐκ ἔστι βίη φρεσίν Il.3.45. b of an argument, βίαν οὐκ ἔχειν πρὸς <τὸ> ἀποδειξαι Phld.Sign.9. II act of violence, ὕβρις τε βίη τε Od.15.329: mostly in pl., κείνων γε βίας ἀποτείσεαι 11.117; βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν 16.189; βίαι ἀνέμων Il.16.213. 2 βίᾳ τινός against one's will, in spite of him, A.Th.746 (lyr.), S.Ant.79, Th.1.43, etc.; β. φρενῶν A.Th.612; β. καρδίας Id.Supp.798; β. alone as Adv., perforce, Od.15.231, B.17.10, A.Pr.74, al.; βίῃ ἐπειρᾶτο Hdt. 6.5; opp. κατὰ φύσιν, Arist.Ph.215a1; also πρὸς βίαν τινός A.Eu.5; πρὸς βίαν ἄγειν τινά Id.Pr.210, cf. S.OT805, Eup.8.10 D., Ar.V.443, etc.; opp. ἑκών, Pl.Phdr.236d; ἐκ βίας S.Ph.563, al., Herod.5.58; ὑπὸ βίης Hdt.6.107; ἀπὸ βίας D.S.20.51; of Zeus, εὐμενεῖ βία κτίσας A.Supp.1068(lyr.). 3 in Att. law, rape, βίας δίκη Sch.Pl.R.464e; βίᾳ αἰσχύνεσθαί τινα Lys.1.32. 4 = Lat. vis, βίας γραφή D C.37.31, cf. 33; μαρτύρομαι τὴν βίαν POxy.1120.11 (iii A. D.). (Cf. Skt. jyā´ jiyā´ 'preponderating power', jināti 'oppress'.)