ὁλοδάκτυλος

Revision as of 17:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (δάκτυλος III)

   A wholly dactylic, Eust.836.17.

German (Pape)

[Seite 325] ganz dactylisch, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοδάκτῠλος: -ον, (δάκτυλος IV) ἅπας ἐκ δακτύλων, στίχους ὁλοδακτύλους Εὐστ. 836. 17.

Greek Monolingual

ὁλοδάκτυλος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + δάκτυλος.