Ion. for ὑφαιρέω (q.v.).
[Seite 1180] ion. = ὑφαιρέω.
ὑπαιρέω: Ἰων. ἀντὶ ὑφαιρέω, Ἡρόδ.
ion. c. ὑφαιρέω.
ὑπαιρέω: Ιων. αντί του ὑφ-αιρέω.
ὑπαιρέω: ион. = ὑφαιρέω.