ἰλλάζω
English (LSJ)
A bind up, make into a bundle, Hsch. ἴλλαι· συστροφαί, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλλάζω: «ἰλλάζει, δεσμεύει, συστρέφει, ἀγελάζει» Ἡσύχ.
A bind up, make into a bundle, Hsch. ἴλλαι· συστροφαί, Id.
ἰλλάζω: «ἰλλάζει, δεσμεύει, συστρέφει, ἀγελάζει» Ἡσύχ.