βιλλᾶς
English (LSJ)
dub. sens. in Hdn.Gr.1.55. βιλλίν· τὸ αἰδοῖον, ib. 158. βίλλος, = foreg., ibid. βιμβικίζεται· περικρούεται, Hsch. βίμβλινος,
A = βίβλινος, Id.
dub. sens. in Hdn.Gr.1.55. βιλλίν· τὸ αἰδοῖον, ib. 158. βίλλος, = foreg., ibid. βιμβικίζεται· περικρούεται, Hsch. βίμβλινος,
A = βίβλινος, Id.