τό,
A fastening: band or hoop, ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι Il.15.678. II = βλῆχνον, Nic. Th.39 (gen.sg., v.l. βλίτρου; Sch. gives nom. βλῆτρος. ρώσας· ἐμβαλών, Hsch.