Σεραπεῖον, A v. Σάραπις.
Σέρᾱπις: Σεραπεῖον, ἴδε ἐν λέξ. Σάραπις.
v. Σάραπις.
-άπιδος, ὁ, Αβλ. Σάραπις.
Σέρᾱπις: ῐδος ὁ Anth. = Σάραπις.