αἰσχροπρόσωπος

Revision as of 14:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A of hideous countenance, Suid. s.v. Φιλοκλῆς.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρόσωπος: -ον, = ἔχων δυσειδὲς πρόσωπον, Σουΐδ, ἐν λ. Φιλοκλῆς.

Spanish (DGE)

-ον feo de rostro Sud.s.u. Φιλοκλῆς.

Greek Monolingual

αἰσχροπρόσωπος, -ον (Α)
κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρόσωπον.