αὐτόσκωμμα
English (LSJ)
ατος, τό, A essence of wit, in pl., Alciphr.3.43.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
la pura burla, chanza ἀνάπαιστα ... αὐτοσκωμμάτων ἁλυκῶν ... γέμοντα anapestos cargados de burlas picantes Alciphr.3.7.2.
ατος, τό, A essence of wit, in pl., Alciphr.3.43.
-ματος, τό
la pura burla, chanza ἀνάπαιστα ... αὐτοσκωμμάτων ἁλυκῶν ... γέμοντα anapestos cargados de burlas picantes Alciphr.3.7.2.