βαναυσουργός

Revision as of 14:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A handicraftsman, Poll.7.6.

German (Pape)

[Seite 431] ὁ, Handwerker, Poll. 7, 6.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσουργός: -οῦ, ὁ, ὁ μετερχόμενος βάναυσον τέχνην, Ἰουσ ῖν Μ. Ἀπολ. 1. 55, Πολυδ. 7. 6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
artesano, obrero Iust.Phil.Apol.55.3, Poll.7.6.

Greek Monolingual

ο (Α βαναυσουργός)
νεοελλ.
αυτός που παράγει ακαλαίσθητα έργα (για συγγραφέα, ζωγράφο, γλύπτη κ.λπ.)
αρχ.
ο χειροτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάναυσος + -ουργός < έργον].