βασκαντικός

Revision as of 14:46, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A envious, φθονητικὴ καὶ β. ἕξις Plu.2.682d, cf. Phld.Vit.p.42J.

German (Pape)

[Seite 438] Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.

Greek (Liddell-Scott)

βασκαντικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, φθονερός, φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui jette un sort, envieux, méchant.
Étymologie: βασκαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 malicioso τὴν φθονητικὴν καὶ βασκαντικὴν ... ἕξιν Plu.2.682d.
2 subst. ἡ β. la malicia Aristo Phil.14.9.19.

Greek Monolingual

βασκαντικός, -ή, -όν (Α) βασκαίνω
φθονερός, φιλοκατήγορος.

Russian (Dvoretsky)

βασκαντικός: завистливый, злобный Plut.