βηχικός

Revision as of 14:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A suffering from cough, γραίη f.l. in Hp.Epid.7.105.    2 good for a cough, φάρμακα Gal.11.769, al., cf. Alex.Trall.5.

German (Pape)

[Seite 443] mit Husten behaftet, Hippocr.; gegen den Husten, φάρμακα Medic.

Greek (Liddell-Scott)

βηχικός: -ή, -όν, ὑπὸ βηχὸς πάσχων, Ἱππ. 1236. 4· β. φάρμακα, φάρμακα κατὰ τοῦ βηχός, Ἰατρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Alolema(s): βηκικός Diog.Oen.145.2
1 lenitivo para la tos φάρμακα Gal.11.769, Alex.Trall.2.155.23, βοηθήματα Archig.p.70L.
2 relativo a la tos dud. τὰ δὲ βηκικὰ πάθη μο Diog.Oen.l.c.
acompañado de tos φθίσεις Ptol.Tetr.2.9.16
subst. ὁ β. el que sufre de tos ἄλλη ἀνώδυνος ... πρὸς ... βηχικούς Gal.13.96, ἡ δὲ γλῶσσα αὐτοῦ (sc. τοῦ ἀετοῦ) ... ἀρτηρικοὺς καὶ βηχικοὺς ... μεγάλως ἰᾶται Cyran.3.1.52.

Greek Monolingual

βηχικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος υποφέρει από βήχα
2. κατάλληλος για ανακούφιση από τον βήχα.