ου, ὁ, a A fish, = κεφαλῖνος, Dorioap.Ath.7.306f.
[Seite 449] ὁ, ein Fisch, Ath. VII, 306 f.
βλεψίας: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 306F.
(ὁ) :poisson de mer (mulet gris).Étymologie: DELG βλέπω.Syn. κεφαλῖνος.