versatility
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. τὸ πολύτροπον, εὐτραπελία, ἡ (Isoc.).
with the greatest versatility: P. μάλιστα εὐτραπέλως (Thuc. 2, 41).
P. τὸ πολύτροπον, εὐτραπελία, ἡ (Isoc.).
with the greatest versatility: P. μάλιστα εὐτραπέλως (Thuc. 2, 41).